- ἐπανεγείρει
- ἐπί-ἀνεγείρωwake upaor subj act 3rd sg (epic)ἐπί-ἀνεγείρωwake uppres ind mp 2nd sgἐπί-ἀνεγείρωwake uppres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επανεγείρω — ἐπανεγείρω (AM) [εγείρω] ξεσηκώνω, εξερεθίζω («ἐπανεγείρει τό... ἀκόλαστον», Πλούτ.) μσν. αντιμιλώ («πρὸς ἐμέ λόγους ἐπανεγείρεις», Πουλολ.) … Dictionary of Greek